- Εὐρώπαν
- Εὐρώπᾱν , ΕὐρώπηEuropafem acc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱν , Εὐρώπηςmasc acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek